Πιο κάτω θα δούμε αρκετά από τα ήθη και τα έθιμα, που υπήρχαν στην κοινότητα του Ασκά, τα παλαιότερα χρόνια. Σήμερα αρκετά απ’ αυτά τα έθιμα, δυστυχώς δεν υπάρχουν.

Έθιμα των Χριστουγέννων

Τις μέρες πριν τα Χριστούγεννα, παρατηρείται μεγάλη δραστηριότητα των νοικοκυρών της κοινότητας, εν όψει της μεγάλης γιορτής της Χριστιανοσύνης.

Οι προετοιμασίες περιλαμβάνουν γενική καθαριότητα του σπιτιού, ξεσκονίσματα, γυαλίσματα, τακτοποίηση των επίπλων, ψήσιμο των παξιμαδιών στους πλιθαρόκτιστους φούρνους και ασπρόγιασμα των εσωτερικών και κάποτε των εξωτερικών τοίχων και περιτοιχισμάτων. Για το μπογιάτισμα, έβαζαν μέσα στην μπογιά ασβέστη, για να δώσει το παραδοσιακό για την κοινότητα ασπρόγιασμα.

Τη μέρα των Χριστουγέννων ο κόσμος πηγαίνει στην εκκλησία. Μετά το τέλος της θείας Λειτουργίας, μεταλαμβάνει των αχράντων μυστηρίων (πασκάζει, στην συνηθισμένη κυπριακή διάλεκτο) και όταν βγουν από την εκκλησία, ανταλλάσσουν ευχές και φιλιά.

Μετά όλοι πάνε στα σπίτια τους και κάθεται όλη η οικογένεια στο τραπέζι, για να φάνε κοτόπουλο με σούπα αυγολέμονη ή με τραχανά (παραδοσιακό φαγητό), μέσα σ’ ένα χαρούμενο, ευχάριστο, οικογενειακό περιβάλλον.

Λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα, έσφαζαν τους χοίρους που μεγάλωναν στα σπίτια τους και κατασκεύαζαν λούντζες και λουκάνικα. Την κοιλιά την έκαναν «παστή» και το κεφάλι με τα πόδια «Ζαλατίνα». Τα λουκάνικα τα κρέμαζαν ψηλά μέσα στην τζιμινιά (τζάκι), για να ψήνονται σιγά-σιγά. Τα υπόλοιπα τα έψηναν και τα φύλαγαν μέσα σε «κουμνιά» (πήλινα δοχεία), μαζί με το λίπος που έλειωνε με το ψήσιμο. Μ’ αυτό τον τρόπο, είχαν απόθεμα φαγητού γι’ αρκετό καιρό.

Έθιμα της Πρωτοχρονιάς

Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, η νοικοκυρά θα ετοιμάσει την Βασιλόπιττα με το τυχερό νόμισμα, η οποία θα κοπεί το μεσημέρι της Πρωτοχρονιάς. Όποιος βρει στο κομμάτι του το νόμισμα, θα είναι ο τυχερός της νέας χρονιάς.

Την Πρωτοχρονιά ο κόσμος θα πάει στην εκκλησία για να παρακολουθήσει τη θεία λειτουργία και μετά όταν τελειώσει και όλοι βγουν από την εκκλησία, θ’ ανταλλάξουν ευχές και φιλιά.
Την πρώτη μέρα του χρόνου, πρέπει βάσει των παλαιών κυπριακών εθίμων, όταν επιστρέψουν από την εκκλησία στο σπίτι τους, να μπουν με το δεξί πόδι για να πάνε όλα δεξιά (καλά), στη νέα χρονιά.

Την Πρωτοχρονιά, έπαιζαν επίσης διάφορα τυχερά παιχνίδια με τραπουλόχαρτα στα καφενεία και στα σπίτια του χωριού, μέχρι το πρωί. Τα παιγνίδια αυτά ήταν «Σιεμές», «Πόκα», «Πόκερ» και «Πατητό». Αντί να χρησιμοποιούν χρήματα στα παιγνίδια, χρησιμοποιούσαν διάφορα εδέσματα, όπως κουφέτες.

Φώτα

Την μέρα των Φώτων, οι νοικοκυρές έφτιαχναν ξεροτίανα (λουκουμάδες), για να φάνε μαζί με τις οικογένειές τους. Ακολούθως έριχναν και στα δώματα (στέγες των σπιτιών), να φάνε οι καλικάτζαροι και να φύγουν.
Μετά το τέλος της λειτουργίας, ο Ιερέας του χωριού γύριζε σ’ όλα τα σπίτια και ράντιζε με Αγίασμα (Καλάντιζε), συνοδευόμενος από ένα παιδί που κρατούσε ένα κουβά με Αγίασμα. Παλαιότερα οι κάτοικοι έβαζαν χρήματα μέσα στον κουβά, σαν δώρο για τον Ιερέα.

Σήκωσες

Οι σήκωσες αρχίζουν από την Κυριακή της Απόκρεω και συνεχίζονταν την επόμενη Κυριακή, της Τυροφάγου.
Συνήθως αυτές τις δυο Κυριακές, αρκετά άτομα μασκαρεύονταν και γύριζαν σε συγγενικά και φιλικά σπίτια. Εκεί διασκέδαζαν τον κόσμο με αστεία.

Την Δευτέρα της Καθαράς, οι κάτοικοι έβγαιναν στ’ αμπέλια τους για να κόψουν την «μούττη της Σαρακοστής» τρώγοντας νηστίσιμα φαγητά. Ταυτόχρονα με την διασκέδαση, έκαναν και τις δουλειές τους, στα κτήματά τους.

Έθιμα της Λαμπρής

Τις μέρες πριν την Λαμπρή, οι νοικοκυρές στο χωριό θα κάνουν τον γενικό καθαρισμό του σπιτιού. Μετά θα ετοιμάσουν τα κουλούρια τους, καθώς επίσης και τις περίφημες «φλαούνες», ενώ την Μεγάλη Πέμπτη βάφουν τα κόκκινα αυγά, τα οποία θα τσουγκρίσουν μετά την Ανάσταση.

Σάββατο του Λαζάρου: Την ημέρα αυτή, ομάδες των δύο ατόμων, κυρίως με παιδιά του δημοτικού σχολείου, γύριζαν όλα τα σπίτια του χωριού και έψαλαν τον «Λάζαρο». Οι οικοκυρές τους έδιδαν σαν δώρο φρέσκα αυγά, για να τα βάψουν καθώς και χρήματα.

Κυριακή των Βαΐων: Την ημέρα αυτή, οι νοικοκυρές παίρνουν κλωνάρια ελιάς στην εκκλησία, για να μείνουν εκεί μέχρι την μέρα της Πεντηκοστής, οπότε η ελιά αγιάζεται και θα την πάρουν στο σπίτι τους, για το κάπνισμα. Το κάπνισμα πιστεύεται ότι διώχνει κάθε κακό και ζηλοφθονία από την οικογένεια.

Την Μεγάλη Πέμπτη, οι εικόνες του εικονοστασίου καλύπτονται με μαύρα ρούχα, σε ένδειξη πένθους. Το ίδιο βράδυ στήνουν μέσα στην εκκλησία, πάνω σ’ ένα τραπέζι, ομοίωμα σταυρού με το Χριστό πάνω, ενώ στα δεξιά και αριστερά βάζουν ομοίωμα του αποστόλου Ιωάννη και της μητέρα του Χριστού.

Όλοι οι χωριανοί πάνε στην εκκλησία και προσκυνούν τον τίμιο σταυρό και ακούν τα 12 ευαγγέλια, για τα πάθη, την σταύρωση και το θάνατο του Χριστού.

Την Μεγάλη Παρασκευή το πρωί, γίνεται ο στολισμός του επιταφίου. Κοπέλες και νέοι ψάλλουν τον επιτάφιο θρήνο, ενώ τρεις κοπέλες ντυμένες μυροφόρες, ραίνουν το Χριστό με μύρα, αρώματα και άνθη. Το βράδυ γίνεται η περιφορά του επιταφίου, γύρω από την εκκλησία του χωριού. Μετά το τέλος της λειτουργίας, όλος ο κόσμος μένει στην εκκλησία και ακούει και ψάλλει τον θρήνο της Παναγίας.

Το Μεγάλο Σάββατο το πρωί, κατά την διάρκεια της λειτουργίας και την στιγμή που ο ιερέας θα πει το «Ανάστα ο Θεός», οι πιστοί θα κτυπήσουν τους σκάμνους και τα μαύρα ρούχα που καλύπτουν τις εικόνες θα πέσουν.

Γύρω στις έντεκα το βράδυ, κτυπούν χαρμόσυνα οι καμπάνες, για να καλέσουν όλους τους Χριστιανούς να πάνε στην πιο χαρούμενη λειτουργία της Χριστιανοσύνης.

Απ’ έξω, στο προαύλιο της εκκλησίας, είναι αναμμένη η «Λαμπρατζιά». Τα μεσάνυχτα ο παπάς λέει το «Δεύτε λάβετε φως εκ του ανεσπέρου φωτός», ενώ συγχρόνως βγαίνει από την εκκλησία μαζί με τους ψάλτες, για τη λιτανεία. Όλος ο κόσμος ανάβει τα κεριά του και τις λαμπάδες του, από το Άγιο φως της Αναστάσεως και βγαίνουν όλοι έξω. Εκεί ο ιερέας θα πει τον Καλό Λόγο και όλοι μαζί ψάλλουν το Χριστός Ανέστη.

Μετά την λειτουργία της αναστάσεως, επιστρέφουν όλοι στα σπίτια τους. Εκεί τσουγκρίζουν τα κόκκινα αυγά, λέγοντας τις ευχές: «ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ», «ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ». Τρώνε τη σούπα αυγολέμονη ή τραχανά, αυγά και φλαούνες.

Την Κυριακή θα ψήσουν το πατροπαράδοτο «Αρνί στη σούβλα» και θα διασκεδάσουν την μεγάλη ημέρα της Λαμπρής, όλοι μαζί. Το απόγευμα διοργανώνονται διάφορες εκδηλώσεις στην πλατεία του χωριού, που περιλαμβάνουν παραδοσιακά παιγνίδια. Οι εκδηλώσεις αυτές συνεχίζονται την Δευτέρα και την Τρίτη του Πάσχα, με αποκορύφωμα το ψήσιμο της σούβλας, στο παρεκκλήσι της Αγίας Παρασκευής.

Κυπριακός Παραδοσιακός Γάμος

Προξένια
Τα προξένια γίνονταν είτε με προξενητή, είτε με ένα συγγενικό πρόσωπο, που μιλούσε στους γονείς της νύφης. Για να δεκτούν οι γονείς της κοπέλας, λάμβαναν υπόψιν αν ο νέος ήταν από καλή οικογένεια, αν είχε περιουσία και αν ήταν εργατικός. Αν ήταν από άλλο χωριό, πήγαιναν οι ίδιοι στο χωριό του και ρωτούσαν τους χωριανούς και τους γείτονες. Τις περισσότερες φορές, δε λάμβαναν υπόψιν τη γνώμη της κοπέλας.

Λόγιασμα
Στο λόγιασμα καλούσαν πολύ στενούς συγγενείς, όπως τη νονά και το νονό της νύφης και του γαμπρού, τους θείους και τις θείες, τον παππού και τη γιαγιά, τα αδέλφια και από τις δυο πλευρές και τον ιερέα, που θα έκαμνε το προικοσύμφωνο, το οποίο είχε νομική ισχύ. Στο προικοσύμφωνο έγραφαν τι θα έδιναν ως προίκα στα παιδιά τους. Μετά τη διαδικασία του λογιάσματος, ακολουθούσε φαγοπότι και τραγούδι.

Αρραβώνας
Στους αρραβώνες δεν καλούσαν όλους τους χωριανούς. Στον αρραβώνα αντάλλασσαν μαντίλια και δακτυλίδια. Το σπίτι το οποίο θα έμεναν οι νεόνυμφοι, ήταν ευθύνη του πατέρα της νύφης. Για το κτίσιμο του σπιτιού, χρειαζόταν πολλή χειρωνακτική εργασία. Έπρεπε να μαζέψουν πέτρες με τις οποίες θα έκτιζαν το σπίτι.

Οι προετοιμασίες για το γάμο
Η πρόσκληση για το γάμο, εγίνετο 15 μέρες πριν, από το γαμπρό και τον κουμπάρο, με γλισταρκές και για τους στενούς συγγενείς εκτός από τις γλισταρκές, έδιναν και κεριά.

Κυριακή του Γάμου

Στόλισμα της νύφης
Την Κυριακή του γάμου απόγευμα, λίγο πριν να πάρουν τον γαμπρό και την νύφη στην εκκλησία για το μυστήριο, εγίνετο το στόλισμα της νύφης στο πατρικό της σπίτι. Φορούσε το νυφικό της, την στόλιζα, έφτιαχναν τα μαλλιά της, την έζωνε και την κάπνιζε ο πατέρας και η μητέρα της και της έδιναν τις ευχές τους.

Την νύφη στόλιζαν πάντα οι υποψήφιες κουμπάρες (κουμέρες). Όταν την στόλιζαν της τραγουδούσαν οι συγγενείς και οι φίλες της, υπό την συνοδεία των μουσικών οργάνων (βιολιού και λαγούτου).

Ξύρισμα του γαμπρού
Το ξύρισμα του γαμπρού, γινόταν στο πατρικό του σπίτι και περιλάμβανε εκτός από το ξύρισμα, το ντύσιμο του γαμπρού στα γαμπρικά του ρούχα και τον καλλωπισμό του. Τον ξύριζε ο παρπέρης, υπό την συνοδεία βιολιού και τον χτένιζαν οι υποψήφιοι κουμπάροι. Ο πρώτος κουμπάρος, του φορούσε το πουκάμισο και τον σάκο και τραγουδούσε κι αυτός μαζί με τους συγγενείς και φίλους, τα κατάλληλα δίστιχα ή τετράστιχα.
Μετά την τέλεση του γάμου, στο δρόμο για το νέο τους σπίτι, οι γειτόνισσες έβγαιναν στο δρόμο με τη μερρέχα και το καπνιστήρι, για να ραντίσουν με ροδόσταγμα και να καπνίσουν το αντρόγυνο. Αργότερα οι νεόνυμφοι έμεναν μόνοι στο σπίτι, ενώ οι συγγενείς και οι φίλοι διασκέδαζαν.

Δευτέρα του γάμου
Τη Δευτέρα του γάμου το βράδυ, εγίνετο τραπέζι και όλοι οι συγγενείς και φίλοι έπαιρναν τα δώρα τους στους νεόνυμφους. Στη συνέχεια το ανδρόγυνο χόρευε και οι συγγενείς πλούμιζαν το ζευγάρι, καρφιτσώνοντας πάνω στα ρούχα τους χαρτονομίσματα.

Τρίτη του γάμου
Την Τρίτη του γάμου, οι συγγενείς γύριζαν το χωριό και μάζευαν κότες από τους χωριανούς, τις έσφαζαν, τις μαγείρευαν και μετά διασκέδαζαν.

Ο Ασκάς διαθέτει ένα ίσως μοναδικό τρόπο οικοδόμησης κτιρίων. Η συγκεκριμένη παραδοσιακή τέχνη ανάγει τις ρίζες της στο μακρινό παρελθόν. Διαδόθηκε από γενιά σε γενιά, από οικοδόμο σε οικοδόμο διατηρώντας πιστά τόσο το ύφος όσο και την τεχνική  οικοδόμησης κτιρίων.

Θα λέγε κανείς πως οι οικοδόμοι του Ασκά κατάφεραν να διαμορφώσουν ένα ξεχωριστό ρυθμό αρχιτεκτονικής. Δεν θα ήταν υπερβολή, οι οικοδόμοι του Ασκά, να χαρακτηρίζονταν ως «καλλιτέχνες», γιατί με εξ’ ολοκλήρου ντόπια υλικά προσέδωσαν στα οικοδομήματα ένα εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα.

Ο τρόπος οικοδόμησης των σπιτιών ονομάζεται «ασκότικο κτίσιμο» και διαθέτει ως βασικό χαρακτηριστικό του,  την μοναδική τεχνική στην διάταξη πετρών. Ιδιαίτερο ύφος, χωρίς αμφιβολία, χαρίζουν και τα ντόπια υλικά, όπως η πέτρα, το χώμα και το ξύλο του πεύκου από τα γύρω βουνά. Ακόμα, και τα κεραμίδια που καλύπτουν τις στέγες, είναι «ψημένα και ζυμωμένα στον τόπο».

Σ’ ολόκληρη την κοινότητα διακρίνονται αρχοντικά με τον παραδοσιακό τρόπο οικοδόμησης. Πολλά μάλιστα απ’ αυτά έχουν τύχει συντήρησης χωρίς όμως να υποστεί καμία αλλοίωση το «ασκότικο ύφος» .Οι οικοδόμοι της κοινότητας, παραδοσιακά επιδίδονταν κυρίως στην ανέγερση αρχοντικών στον Ασκά. Σταδιακά, όμως, το «ασκότικο κτίσιμο»  διαδόθηκε και στα αστικά κέντρα του νησιού.

Ξεχωριστή θέση ανάμεσα στα κτήρια της κοινότητας κατέχει το κοινοτικό συμβούλιο, το οποίο αποτελεί εξαίρετο δείγμα του «ασκότικου κτισίματος».

Πηγή:
Κυριάκος Αργυρού