Ο γραφικός Ασκάς διαθέτει ένα υπέροχο φυσικό τοπίο με πλούσια χλωρίδα και πανίδα. Σ’ αυτό, ευνοούν τόσο οι κλιματολογικές συνθήκες  όσο και η μορφολογία του εδάφους.

Στον Ασκά εναλλάσσονται αρμονικά οι ακαλλιέργητες με τις καλλιεργημένες εκτάσεις. Ως επί το πλείστον, οι εκτάσεις είναι ακαλλιέργητες, ντυμένες με άγρια βλάστηση. Ταυτόχρονα, όμως, στο χωριό συναντά κανείς ποικίλες καλλιέργειες, όπως ελιές, αμυγδαλιές, φουντουκιές, οπωροφόρα, κερασιές και αμπέλια. Επίσης, καλλιεργούνται σιτηρά, όσπρια, αλλά και ορισμένα κηπευτικά είδη, όπως λαχανικά.

Η περιοχή εν μέρει θεωρείται ξερική, γι’ αυτό και οι καλλιέργειες χρειάζονται περιορισμένη ύδρευση. Η καλλιέργεια της γης αρχίζει από τους φθινοπωρινούς μήνες και ολοκληρώνεται λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα, με σκοπό τα καλλιεργημένα σπαρτά να ευνοηθούν από τη βροχόπτωση.

Συμπερασματικά, το φυσικό περιβάλλον, εκτός από καλλιεργημένες εκτάσεις γης διαθέτει και πλούσια φυσική βλάστηση και χαρακτηριστικά είδη της κυπριακής πανίδας, όπως λαγούς, πέρδικες, τσίχλες, φάσες, τρυγόνια καθώς και όλα τα είδη ερπετών. Η καλλιέργεία της γης, σε παλαιότερες εποχές, γινόταν με τη βοήθεια ενός ζεύγους βοδιών, που έσυραν το βασικό γεωργικό εργαλείο, το άροτρο. Η αγροτική εργασία, μ’ αυτόν τον τρόπο διευκολυνόταν κάπως, αλλά παρόλα αυτά δεν έπαυε να απαιτεί το μόχθο και την αφοσίωση του αγρότη. Ως βασικό μεταφορικό μέσο τόσο των αγροτών όσο και των προϊόντων τους χρησιμοποιούσαν τα γαϊδούρια.

Οι πλείστες οικογένειες του Ασκά ζούσαν από τα παραγόμενα προϊόντα που προσέφερε η καλλιεργήσιμη γη. Το μεγαλύτερο μέρος της σοδειάς αναλωνόταν από την ίδια την οικογένεια, εφόσον οι περισσότερες οικογένειες του χωριού ήταν πολυμελείς. Οι οικογένειες μεριμνούσαν ώστε με τη σοδειά τους, να καλύψουν τις διατροφικές τους ανάγκες κατά τη διάρκεια όλου του έτους. Γι’ αυτό, οι αγρότες διατηρούσαν στα σπίτια τους αποθηκευτικούς χώρους.

Χωρίς αμφιβολία, το φυσικό περιβάλλον επηρέασε τη ζωή των κατοίκων του χωριού, που εκμεταλλευόμενοι σωστά τη γη τους, ανέπτυξαν την καλλιέργεια συγκεκριμένων ειδών. Οι κάτοικοι του χωριού, ειδικότερα τα προηγούμενα χρόνια, ανατράφηκαν κυρίως χάρη στο φυσικό δώρο. Πρέπει όμως να αναφερθεί πως σε περιόδους που η γη δεν ήταν ιδιαίτερα γόνιμη, οι κάτοικοι αναζητούσαν εργασία σ’ άλλα μέρη.

Επίσης, στο χωριό υπάρχουν εξαίσιοι χώροι πρασίνου, τόσο στο Κοινοτικό Πάρκο όσο και στο Κοινοτικό Συμβούλιο, που διαθέτουν πεύκα, λεύκες και πολύχρωμα λουλούδια.

Τέλος, αξίζει να αναφερθεί πως οι κάτοικοι προμηθεύονταν νερό από τις βρύσες του χωριού.  Η ροή του νερού εξαρτιόταν από την ετήσια βροχόπτωση. Με το νερό των βρυσών κάλυπταν τις καθημερινές τους ανάγκες. Σ’ αυτές μάλιστα μετέφεραν και τα ρούχα τους για να τα πλύνουν. Σήμερα στην κοινότητα διατηρούνται μόνο τρεις βρύσες, οι οποίες  έχουν ήδη τύχει συντήρησης.

Πηγή:
Κυριάκος Αργυρού, πρόεδρος Κοινοτικού Συμβουλίου

Η φύση χάρισε απλόχερα τις ομορφιές της στον Ασκά. Ο  κάθε επισκέπτης έχει την ευκαιρία να απολαύσει τη μεγαλουργό φύση περιδιαβαίνοντας στο Μονοπάτι της Φύσης.

Το Μονοπάτι εκτείνεται από την  κατοικία Σοφία Τσαγκαρίδη, που βρίσκεται στον κύριο υπεραστικό δρόμο μέχρι την Πλαγιά Πάνω Αμπέλια.  Περιδιαβαίνοντας κανείς το Μονοπάτι θα εισπνεύσει καθαρό αέρα και θα θαυμάσει το φυσικό περιβάλλον.

Εντύπωση προκαλεί στον περπατητή, η απέραντη θέα προς τον τουρκοκρατούμενο Πενταδάχτυλο, καθώς θα κατηφορίζει προς την οικία του Γεωργίου Μυλωνά

Στο διάβα του, ο περπατητής θα συναντήσει όλων των ειδών τα δέντρα, και ποικιλία ανθέων. Θα θαυμάσει το καταπράσινο χρώμα των φουντουκιών  και καρυδιών. Κατά τους ανοιξιάτικους μήνες, όταν η πλούσια βλάστηση ντύνεται με τα ωραιότερα χρώματα της,  η περιδιάβαση στο μονοπάτι αποτελεί ένα μαγευτικό ταξίδι.

Χωρίς αμφιβολία, ο περπατητής θα ξετρελαθεί από το κελάδημα των αηδονιών και των άλλων πτερωτών μουσικών της άγριας βλάστησης.

Τέλος, πρέπει να αναφερθεί πως το Μονοπάτι, διαθέτει παγκάκια, ούτως ώστε ο επισκέπτης να ξεκουράζεται και να μπορεί να απολαύσει τον καθαρό αέρα, τα χρώματα της φύσης και τις μελωδίες των πουλιών όσο το δυνατό για περισσότερη ώρα.

Πηγή:
Κυριάκος Αργυρού

Οι κάτοικοι του Ασκά ακόμη και σήμερα ασχολούνται με την καλλιέργεια ελαιώνων.  Η καλλιέργεια των ελαιόδεντρων περνά μέσα από διάφορα στάδια,  τη  φροντίδα του εδάφους, την περισυλλογή των καρπών και την παραγωγή λαδιού. Καθοριστικοί όμως παράγοντες για την καλλιέργεια  των ελαιώνων θεωρούνται  οι ιδιαίτερες κλιματολογικές συνθήκες καθώς και  η μορφολογία του εδάφους

Βασική προϋπόθεση για την καρποφορία των ελαιόδεντρων είναι η φροντίδα του εδάφους. Αρχικά, οι ελαιοκαλλιεργητές  απαλλάσσουν το έδαφος  από τα ζιζάνια αλλά και στη συνέχεια το εμπλουτίζουν με θρεπτικά συστατικά.

Στην αρχή της άνοιξης ή κατά την περίοδο της συγκομιδής, οι κάτοικοι του Ασκά πραγματοποιούν το κλάδεμα των ελιών, πετυχαίνοντας την αύξηση ή διατήρηση της παραγωγικότητα τους.

Στην  παραγωγικότητα των ελαιώνων συντείνει και η σωστή άρδευση. Τα ελαιόδεντρα δεν χρειάζονται συχνό πότισμα για να καρποφορήσουν, γι’ αυτό άλλωστε και συναντώνται και στα πιο άγονα σημεία του χωριού. Απαιτείται  όμως συχνότερο πότισμα των ελαιόδεντρων κατά  τους ανοιξιάτικους μήνες, εφόσον συμβάλει καθοριστικά στην αύξηση της καρποφορίας.

Στα τέλη του Οκτώβρη ως τα τέλη του Φλεβάρη, οι κάτοικοι του Ασκά ξεχύνονται στους ελαιώνες για τη συγκομιδή ή αλλιώς το «λούβιμα» των ελιών. Παραδοσιακά η συγκομιδή των ελιών γίνεται με το ραβδισμό , γνωστό ως «βάκλισμα» των ελαιόδεντρων. Ειδικότερα, οι χωρικοί μ’ ένα ξύλινο ραβδί, τη «βάκλα»,χτυπούν το δέντρο με σκοπό τη πτώση των καρπών του στο έδαφος.

Σ’ αυτό ο σημείο, αξίζει να αναφερθεί ο παραδοσιακός τρόπος πολλαπλασιασμού των ελαιόδεντρων που ονομάζεται εμβολιασμός. Συγκεκριμένα, προσαρμόζουν ενός άγριο κλαδί ελιάς μ’ άλλη ποικιλία του ιδίου δέντρου. Η καρποφορία των ελαιόδεντρων δεν ήταν άμεση, εφόσον κάθε καινούριο δέντρό παράγει καρπούς τρία χρόνια μετά τη φύτευση του.

Πηγές:
Ιωνάς Ιωάννης, Παραδοσιακά Επαγγέλματα της Κύπρου, Λευκωσία, 2001, σ.487-497
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια: τ.2 και 5

Η αμυγδαλιά είναι ένα τυπικό μεσογειακό φυλλοβόλο δένδρο μικρών διαστάσεων. Η καλλιέργεια της αμυγδαλιάς φαίνεται να διαδόθηκε στις άλλες μεσογειακές χώρες από τους Έλληνες και τους Ρωμαίους. Στην Κύπρο καλλιεργείται από τα πανάρχαια χρόνια.

Η αμυγδαλιά ανήκει στην οικογένεια των ροδιδών τα οποία σήμερα συμπεριλαμβάνονται στο γένος Prunus και αποτελεί την κοινή ονομασία του είδους Prunus amygdalus communis.

Βασικό χαρακτηριστικό της αμυγδαλιάς είναι ότι ανθίζει προτού βγάλει φύλλα. Τα άνθη της είναι εντυπωσιακά, άσπρα και εύοσμα, ενώ προτού ανοίξουν έχουν ελαφρώς ρόδινα πέταλα. Τα φύλλα της είναι λογχοειδή, οδοντωτά στην περιφέρεια και με μικρό μίσχο. Οι καρποί της, οι οποίοι είναι εδώδιμοι, τα γνωστά σε όλους αμύγδαλα, είναι ωοειδείς δρύπες, με μυτερή τη μία εκ των δύο κορυφών τους. Το εξωκάρπιο τους, αντί για σαρκώδες, όπως στα υπόλοιπα καρποφόρα πυρηνόκαρπια, είναι ένα γκριζοπράσινο τσόφλι σκεπασμένο με λεπτό χνούδι, που περιέχει ένα ή δύο σπέρματα, κλεισμένα σε ένα ξυλώδες κέλυφος με πολλές μικρές τρύπες. Τα σπέρματα έχουν άσπρη σάρκα και είναι γλυκιά ή πικρά ανάλογα με την ποικιλία.

Η γεύση των αμυγδάλων καθορίζει και τη χρήση των διαφόρων ποικιλιών τους. Τα γλυκά αμύγδαλα χρησιμοποιούνται ως επιτραπέζιοι ξηροί καρποί, στην παρασκευή ζαχαρωτών, αμυγδαλωτών, ποτών καθώς και για την εξαγωγή εδώδιμου ελαίου. Τα πικρά αμύγδαλα χρησιμοποιούνται στην φαρμακευτική ως καταπραϋντικά για το άσθμα και τον βήχα, αλλά και στην αρωματοποιία. Από αυτά τα αμύγδαλα εξάγεται και ένα έλαιο, το οποίο περιέχει προυσσικό οξύ γνωστό και ως υδροκυάνιο, και αποτελεί γνωστό δηλητήριο. Η ουσία αυτή απομακρύνεται από τους πυρήνες των καρπών, μέσω πλύσεως με άλκαλι, οπότε το αμυγδαλέλαιο που παράγεται χρησιμοποιείται ως αρωματικό.

Η αμυγδαλιά είναι δέντρο ιθαγενές της δυτικής Ασία και της νότιας Αφρικής, καλλιεργείται ωστόσο ευρέως εκτός από την Κύπρο και την Ελλάδα, στην Ισπανία, την Τουρκία, στο Μαρόκο, στην Τυνησία και στην Αίγυπτο.

Το ξύλο της αμυγδαλιάς είναι βαρύ και σκληρό και θεωρείται κατάλληλο για τη λεπτοξυλουργική.